- διατιμημένος
- -η, -οβλ. διατιμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατιμώ — (AM διατιμῶ, άω) [τιμώ] ορίζω την τιμή ενός εμπορεύματος νεοελλ. 1. επιβάλλω διατίμηση 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) διατιμημένος, η, ο α) εκείνος τού οποίου έχει αποτιμηθεί η αξία β) (για εμπορεύματα) αυτός στον οποίο έχει επιβληθεί διατίμηση αρχ. 1 … Dictionary of Greek
χρυσιαίος — ον, Α διατιμημένος σε χρυσά νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
διατιμώμαι — διατιμώμαι, διατιμήθηκα, διατιμημένος βλ. πίν. 61 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διατιμώ — διατίμησα, διατιμήθηκα, διατιμημένος, καθορίζω την τιμή προϊόντος: Τα διατιμημένα προϊόντα υπάγονται στον έλεγχο της αγορανομίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)